DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
attendance register κατάλογος παρουσίας
attendant trunk group busy lamps λυχνίες κατειλημμένου ζευκτικής ομάδας τηλεφωνήτριας
attendee συνοδός
attention προσοχή
Attention interruption Διακοπή για απαίτηση προσοχής
attenuate ελαττώνω
attenuate μετριάζω
attenuation equivalent ισοδύναμο εξασθένησης
attenuation of the debt burden ελάφρυνση του βάρους των χρεών (ή του χρέους)
attest επικυρώνω
attest πιστοποιώ
attestation of competence βεβαίωση
attestation of conformity ένδειξη συμμόρφωσης; ενδεικτικό συμμόρφωσης
attestation of satisfactory performance πιστοποιητικό καλής εκτέλεσης
attestation of the public health officer πιστοποίησις λειτουργού Δημοσίας Υγείας
attested copy επικυρωμένο αντίγραφο
attitude στάση
attitude-stabilized satellite δορυφόρος ελεγχόμενου προσανατολισμού
attract ελκύω
attract αποσπώ